ΤΕΥΧΟΣ 12- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015
ISSN 2421-776X (Online journal)
"ΟΦΕΛΤΗΣ"
Μικρές έρευνες-εργασίες
Μεσαιωνικό κάστρο Λεμεσου
Μαρία Κατίρη (ΙΣΑ 4ο έτος)
Το Μεσαιωνικό Κάστρο, κτισμένο στη πόλη της Λεμεσού είναι συνδεδεμένο με τον μύθο του βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδου Λεοντόκαρδου και της συζύγου του Βερεγγάρια, πριγκίπισσας της Ναβάρρας.
Το παρόν κάστρο που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης χρονολογείται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συγκεκριμένα γύρω στα 1590, και φέρει τμήματα του προγενέστερου μεσαιωνικού κάστρου. Το μεσαιωνικό κτίσμα ανάγεται στον 10ο-11ο αιώνα. Η ιστορία μας διηγείται ότι ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος , βασιλιάς της Αγγλίας, καθώς έπλεε προς τους Αγίους Τόπους αναγκάστηκε να προσαράξει το στόλο του στη Λεμεσό λόγω μιας καταιγίδας. Τον Ριχάρδο συνόδευαν η αδερφή του και η αρραβωνιαστικιά του και μέλλουσα σύζυγός του, Βερεγγάρια της Ναβάρρας. Ο Ισαάκιος Κομνηνός, ο αυτοαποκαλούμενος ηγέτης της Κύπρου, αντέδρασε στο γεγονός αυτό και επέταξε ένα από τα πλοία του Άγγλου βασιλιά. Έτσι, ως αντίδραση ο Ριχάρδος πολιορκεί τα στρατεύματα του Κομνηνού και καταφέρνει να γίνει κυρίαρχος του νησιού, τον Μάιο του 1191. Στο Κάστρο της Λεμεσού παντρεύεται την αρραβωνιαστικιά του, όπως εξιστορεί η παράδοση, και φεύγει άμεσα για τα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα με την αρχαιολογική σκαπάνη, το κάστρο του 11ου αιώνα κτίστηκε πάνω στα ερείπια μια παλαιοχριστιανικής βασιλικής (4ος-7ος αι.). Κάποια άλλα ευρήματα συνιστούν την ύπαρξη ενός σημαντικού ναού της πόλης, πιθανόν του πρώτου λατινικού καθεδρικού ναού.
Η χρήση του κάστρου εναλλάχθηκε πολλές φορές. Από τη Τουρκοκρατία μέχρι και το 1940, το κάστρο χρησιμοποιούνταν ως φυλακές. Όταν εγκαινιάστηκαν οι Κεντρικές φυλακές, το μνημείο δόθηκε στο Τμήμα Αρχαιοτήτων ώστε να το χρησιμοποιήσει ως Επαρχιακό Αρχαιολογικό Μουσείο. Λειτούργησε υπό αυτή την ιδιότητα κατά τα έτη 1948-1964. Κατά τη διάρκεια των διακοινοτικών ταραχών του 1963-1964 παραχωρήθηκε στην Εθνική Φρουρά. Τέλος, από το 1987 το Κάστρο της Λεμεσού λειτουργεί ως μουσείο και φιλοξενεί τμήμα της Μεσαιωνικής συλλογής του Κυπριακού Μουσείου. Στις εκθέσεις του περιλαμβάνει αντικείμενα της καθημερινής ζωής των κατοίκων από τον 3ο μέχρι και τον 18ο αιώνα μ.Χ. Μερικά από τα εκθέματα του μουσείου είναι πανοπλίες, όπλα, εργαλεία, βυζαντινή, μεσαιωνική και ισλαμική εφυαλωμένη και χρηστική κεραμική, χάλκινα και υάλινα σκεύη, λύχνοι, κοσμήματα, νομίσματα, αντικείμενα λατρείας, καθώς και αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται από βυζαντινά και γοτθικά κτίρια. Εξαιρετική είναι μια σειρά γύψινων εκμαγείων του γλυπτού διακόσμου του μεσαιωνικού καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία. Εκτίθεται επίσης μια σημαντική συλλογή από μεσαιωνικές εγχάρακτες ταφόπλακες. Πρόσφατα μεταφέρθηκε σε ειδική προθήκη, ένας σκελετός που ανήκει σε κάποιον από τους υπερασπιστές της Λευκωσίας, ο οποίος είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων πολιορκητών, στα 1570, και κατακρεουργήθηκε.
Το Μεσαιωνικό Κάστρο της Λεμεσού αποτελεί πόλο έλξης τουριστών που ενδιαφέρονται για την ιστορία του τόπου αλλά και αποτελεί παράδειγμα της πλούσιας ιστορίας του νησιού.
Το αρχαίο Κίτιον
Κυριακή Παναγιώτου (ΙΣΑ 3ο έτος)
Το Κίτιο σήμερα βρίσκεται στην νοτιοανατολική ακτή της Κύπρου ανάμεσα στην παλαιά Λάρνακα και στην σημερινή Σκάλα.Γι αυτό το λόγο και μεγάλο μέρος της περιοχής του Κιτίου βρίσκεται κάτω από την σύγχρονη πόλη. Ακόμη το Κίτιο γειτνιάζει άμεσα με την περιοχή του Χαλάν Σουλτάν Τεκκέ και σήμερα απέχει μόλις 9.2 km αλλά και με την περιοχή του Αγίου Προδρόμου η οποία βρίσκεται σε απόσταση 500m όπου εντοπίστηκαν τάφοι της Πρώιμης/Μέσης Εποχής του Χαλκού. Η περιοχή αυτή είναι πάρα πολύ εύφορη και αυτό ευνόησε την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Η ακτογραμμή του Κιτίου έχει τροποποιηθεί με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με αφηγήσεις αλλά και σχεδιαγράμματα του περιηγητή Pοcocke ο οποίος επισκέφθηκε το νησί κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα αναφέρει ότι στο Κίτιο υπήρχε κλειστό λιμάνι και σύμφωνα και με το χαρτογράφημα του Pococke η Παμπούλα την οποία λανθασμένα θεώρησε ως την ακρόπολη του Κιτίου βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στην ακτογραμμή της θάλασσας.Η περιοχή του Κιτίου αποτελείται από δύο καίριες περιοχές την Παμπούλα που κοντά της βρισκόταν το αρχαίο λιμάνι και την περιοχή Καθαρή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε αυτή την θέση υπήρχαν δύο λιμάνια ,στην περιοχή Παμπούλα και Καθαρή όμως το λιμάνι της Παμπούλας καθώς και η περιοχή αυτή χρησιμοποιήθηκε κατά την Εποχή του Σιδήρου. Αρχικά το λιμάνι του Κιτίου χρησιμοποιείτο παράλληλα με αυτό του Χαλάν Σουλτάν Τεκκέ γιατί εντοπίζουμε άγκυρες στην περιοχή Καθαρή και Παμπούλα του 13ου και 12ου αιώνα. Όταν εγκαταλειφθεί το Χαλάν Σουλτάν Τεκκέ λόγω των συνεχών προσχώσεων, οι κάτοικοι θα μετακινηθούν στο Κίτιο κατά την Ύστερη Χαλκοκράτια ΙΙ. Αρχαιολογικά εντοπίστηκαν τόσο οικισμοί όσο και εργαστήρια στην περιοχή Ι. Επιπρόσθετα, η περιοχή του Κιτίου ήταν τειχισμένη με τείχος που χαρακτηρίζεται ως Κυκλώπειο και ενισχυόταν με ορθογώνιους πύργους. Το 1879 με την άφιξη των Βρετανών στην Αγγλοκρατία εξαιτίας του γεγονότος ότι η Λάρνακα ήταν ελώδης περιοχή και αυτό επέφερε νόσους στους κατοίκους όπως μαλάρια ακόλουθο αυτού ήταν οι Άγγλοι να αποφασίσουν να αποξηράνουν τα έλη και να τα επιχωματώσουν. Γι αυτή την ενέργεια τους χρησιμοποίησαν του λίθους από την περιοχή της Παμπούλας με αποτέλεσμα να καταστρέψουν την περιοχή αυτή και να τροποποιήσουν παράλληλα και την τοπογραφία της.
Οι συστηματικές ανασκαφές στο Κίτιο αρχίζουν τον 20ον αιώνα. Τον 18ον αιώνα παρατηρείται μεγάλο κύμα ταξιδιωτών που ήταν λάτρεις των αρχαιοτήτων να επισκέπτονται το νησί και ιδιαίτερα χώρους με αρχαιότητες .Στην περιοχή του Κιτίου τυμβωρύχοι έφεραν στο φως σημαντικές ανακαλύψεις όπως η στήλη του Σαργών Β΄ που ο ίδιος ο βασιλιάς Σαργών ο Β΄ την εναπόθεσε στο Κίτιο τον 8ον αιώνα όμως πουλήθηκε από ένα Γερμανό πρόξενο στο Βερολίνο και σήμερα έχουμε μόνο το αντίγραφο της στο Μουσείο Λάρνακα ενώ το αυθεντικό βρίσκεται στο Βερολίνο.(Υοn 1994,7) .Το 1929 αρχίζουν οι συστηματικές ανασκαφές από την Σουηδική αποστολή στην Κύπρο υπό την διεύθυνση του Einar Gjerstad . Οι Σουηδοί ανέσκαψανε την περιοχή της Παμπούλας όπου τα αποτελέσματα της έρευνας εκδόθηκαν στο πολύτομο έργο «The Swedish Cyprus Expedition», η έκδοση της οποίας άρχισε το 1934 και ολοκληρώθηκε το 1972.Τα αποτελέσματα της ανασκαφής έδειξαν ότι η ακρόπολη του Κιτίου είχε τελετουργικό χαρακτήρα εξαιτίας των ιερών που βρέθηκαν .Το 1959 αρχίζουν οι εντατικές ανασκαφές από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου υπό την διεύθυνση του Βάσου Καραγιώργη και τα αποτελέσματα των ανασκαφών εκδίδονται σε έξι τόμους με τίτλο “Εxcavation at Kition”.Το 1974 λόγω της Τουρκικής εισβολής οι έρευνες σταματούν και το 1976 αρχίζουν πάλι γαλλικές ανασκαφές από το γαλλικό ινστιτούτο με επικεφαλής την Marguerıte Yon η οποία ανέσκαβε στη Σαλαμίνα όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις έρευνες της λόγω της τουρκικής εισβολής. Τα αποτελέσματα της ανασκαφής ακόμη δεν έχουν δημοσιευθεί όμως με αφορμή μία διάλεξη της Marguerıte Yon στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου έχει εκδώσει το βιβλίο « ΚΙΤΙΟΝ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ (1976-1993)» το 1994 και αναφέρει ότι η γαλλική αποστολή εντόπισε το κλασσικό πολεμικό λιμάνι της περιοχής τα νεώρια καθώς επίσης και τον υπόνομο της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μελέτες τόσο της περιοχής του Κιτίου όσο και τις περιφέρειας του Κιτίου συνεχίζονται υπό την Sabıne Fourrıe «διάδοχη» της Marguerite Yon.
To Kίτιο κατοικήθηκε και άκμασε τον 13ον αιώνα όταν ήδη η Κύπρος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κύκλο του Διεθνούς Εμπορίου. Αυτή την περίοδο σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν κυρίως σε τάφους στην περιοχή Ι το Κίτιο είχε στενές και άμεσες σχέσεις με το Μυκηναϊκό Αιγαίο αλλά και με την Αίγυπτο και την Συροπαλαιστινιακή ακτή. Τον 12ον αιώνα όταν το Μυκηναικό Αιγαίο, η Αίγυπτος, η Συροπαλαιστίνη πλήττονται από την διεθνή κρίση όμως το Κίτιο όπως επίσης η Παλαίπαφος και η Έγκωμη αναδεικνύονται κατά την Εποχή του Σιδήρου σημαντικά κέντρα. Στο Κίτιο την ίδια περίοδο μιμούνται τα μυκηναϊκά αγγεία με κυπριακά πρότυπα καθώς επίσης αρχίζει και η επεξεργασία ενός νέου μετάλλου του σιδήρου.
Στην περιοχή της Παμπούλας εντοπίστηκαν ίχνη εγκαταστάσεων την Κυπρο-Γεωμετρική περίοδο έως και το 312 π.Χ όπου ο βασιλιάς Πτολεμαίος Σωτήρα κατέστρεψε το Κίτιο.Ενώ παράλληλα η περιοχή Καθαρή σύμφωνα με τις ανασκαφές και τις έρευνες κατοικήθηκε ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο. Στην περιοχή ΙΙ δηλαδή στην Καθαρή εγκαταστάθηκαν Φοίνικες από την Τύρο τον 9ο αιώνα κατά την διάρκεια των ταξιδιών τους στην Δύση ιδρύοντας αποικίες στην Κύπρο πρώτα και μετά στη Σικελία, Σαρδηνία, Αφρική και στην Ισπανία. Στο τέλος του 4ου αιώνα η πόλη του Κιτίου καταλαμβάνεται από τον Πτολεμαίο Σωτήρα , το 312 π.Χ. και την κατέστρεψε .
Επομένως , το γεγονός ότι το λιμάνι προϋπήρχε των ιερών κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού αυτό μας οδηγεί αφενός στο συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι εναποθέτουν το εμπόριο τους υπό την προστασία των θεών αλλά αφετέρου ότι υπήρχε μία «κεντρική εξουσία» που διαχειριζόταν τόσο το εμπόριο χαλκού αλλά και γενικότερα τις εισαγωγές και εξαγωγές στο Αιγαίο και αυτό ενισχύεται ιδιαίτερα μετά την ανοικοδόμηση του Τemple 1 σε μνημειακό κτίριο. Ακόμη, οι κάτοικοι επιλέγουν συνειδητά μετά την εγκατάλειψη του Χαλάν Σουλτάν Τεκκέ να εγκατασταθούν στο Κίτιο –εκεί που λειτουργούσε παράλληλα λιμάνι με αυτό του Χαλάν Σουλτάν Τεκκέ άρα θα υπήρχαν οι δυνατότητες των ατόμων για αυτή την ενέργεια.
Βιβλιογραφία
-
Κarageorgis Vasos and Kassianidou Vasiliki, 1999,Metal working and recycling in the late bronze age Cyprus the evidence from Kition σ.1-18
-
Καραγιώργης Βάσος 2002,Κύπρος : Το σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου 1600 - 500 π. Χ.,Αθήνα: Καπόν
-
Μαραγκού Γ.Άννα,1997, Τα λιμάνια της Κύπρου, Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής
-
Nicolaou Kyriakos,1976, The historical topography of Kition , Astrom Paul
-
Vesseberg Olof., 1934-1972 ,The Swedish Cyprus Expedition (The late Cypriote Bronze Age; The Late Cypriote Bronze Age, architecture and pottery), Stockoholm: The Swedish Cyprus Expedition
-
Yon Marguerite 1994, Κίτιον ανασκαφές στην πόλη και στο λιμάνι 1976 -1993, Πολιτιστικο Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου
-
Webb M. Jennifer,1999, Ritual architecture, iconography and practice in the late Cypriot bronze age, Astrom Paul
-
Yon Marguerite,2006, Kition de Chypre, Recherche sur Civilisations
Βιοαρχαιολογία: Οι πιο σύγχρονες τεχνολογίες για τα πιο αρχαία ευρήματα
Δήμητρα Χάσικου (ΒΙΟ 2ο έτος)
Η Βιοαρχαιολογία, επινοήθηκε ως όρος το 1972 από τον αρχαιολόγο Grahame Clark. Είναι μια γέφυρα που συνδέει τη Βιολογία με τις Κοινωνικές επιστήμες, συμβάλλωντας με απτές αποδείξεις και παρέχωντας πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών ταυτοτήτων. Βασιζόμενη στην Οστεολογία, η Βιοαρχαιολογία, με την ανατομική μελέτη ενός ανθρώπινου σκελετού, παρέχει πληροφορίες όσον αφορά την υγεία, τη διατροφή, την καταγωγή, τον τρόπο ζωής του ατόμου, αλλά και ενδείξεις για τραύματα και άσκηση βίας. Τα ίδια δεδομένα, μπορούν επίσης να δώσουν στοιχεία και για τη παλαιοδημογραφία.
Αναλυτικότερα, η χημεία των οστών, προσφέρει μια ισχυρή προσέγγιση στη διατροφή ενός πληθυσμού. Το πιο καθοριστικό για τη μελέτη των διατροφικών συνηθειών ενός αρχαίου πληθυσμού, είναι η μέθοδος ανάλυσης της αναλογίας των σταθερών ισοτόπων άνθρακα 12 και 13 σε σκελετικές και οδοντικές δομές. Η μέθοδος βασίζεται στο ότι οι φυτικές τροφές που καταναλώνουν οι άνθρωποι, μεταβολίζουν τον άνθρακα από το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας, ανεξάρτητα από τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Λόγω του τρόπου που ο άνθρακας χρησιμοποιείται διαφορετικά στους διάφορους τύπους φωτοσύνθεσης, πολύ μικρές διαφορές τις αναλογίας άνθρακα 13 προς 12 αναμένονται να βρεθούν στους ιστούς των φυτών. Επομένως, οι διαφορές αυτές αναμένονται να βρεθούν και στα κόκκαλα, στα δόντια, όπως και σε άλλους ιστούς του ανθρωπίνου σώματος. Όσον αφορά τις ζωικές τροφές, μπορούν να ανιχνευτούν με τη βοήθεια ενός βασικού συστατικού των οστών, του κολλαγόνου. Ώντας μια πρωτεϊνη, το κολλαγόνο -μέσω του πιό πάνω τρόπου ανάλυσης την αναλογίας ατόμων του άνθρακα στα οστά- παρέχει πληροφορίες για το πρωτεϊνικό περιεχόμενο της διατροφής του ατόμου. Ενδιαφέρον, είναι η συμμετοχή του Βαρίου σε μια τέτοια ανάλυση, αφού δίνει τη δυνατότητα να ταυτοποιηθούν δίαιτες με περιεχόμενο προερχόμενο συγκεκριμένα από τη θάλασσα.
Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε δυνατόν να αναλυθούν τα οστά. Τα οστά αποτελούνται και από οργανικά (ενώσεις άνθρακα, π.χ κολλαγόνο), αλλά και από ανόργανα συστατικά (π.χ φωσφορικό ασβέστιο). Προϋπόθεση για την επίτευξη των πιό πάνω μελετών, είναι η διατήρηση του οργανικού μέρους των οστών. Με την αύξηση της ηλικίας του σκελετικού υλικού, το ποσοστό των πρωτεϊνών μειώνεται και η διατήρηση του εξαρτάται από τις συνθήκες ταφής.
Οι άνθρωποι και οι προγόνοι τους, στα περίπου 5 εκατομύρια χρόνια ύπαρξης τους, εκτέθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα μολυσματικών παραγόντων (βακτήρια, μύκητες και ιούς) με αποτέλεσμα να έρθουν αντιμέτοποι με διάφορες ασθένειες. Μάλιστα, βρέθηκε ότι ίσως, κάποιοι από τους ιούς που μας μολύνουν μέχρι και σήμερα, είναι τόσο παλιοί όσο και τα πρώτα δίποδα ανθρωποειδή. Γενικότερα, η προέλευση μιας μολυσματικής ασθένειας, μπορεί να εντοπιστεί στη περίοδο που ένας πληθυσμός αναπτύχθηκε αρκετά ώστε να μπορεί να διατηρήσει τον παθογόνο οργανισμό.
Συμπληρωματικά, αξίζει και μια αναφορά στα αποτελέσματα που οι βιοαρχαιολόγοι μπόρουν να εξάγουν μέσω της ανάλυσης των δοντιών. Η τερηδόνα, είναι κοιλότητες που σχηματίζονται στην επιφάνεια του δοντιού, λόγω της διάβρωσης που προκαλούν βακτήρια μέσω της διάσπασης των υδατανθράκων. Στα αρχαία χρόνια, πριν τη εφεύρεση των αντιβιωτικών, μια τέτοια κοιλότητα, μπορούσε να προχωρήσει και σε άλλους ιστούς, όπως στα οστά. Έτσι, η παρουσία τερηδόνας, μπορεί να σημαίνει και προφανής κατανάλωση ορισμένων ποσοτήτων υδατανθράκων, κάτι που εξαρτάται και από την καταγωγή.
Επίσης, ανωμαλίες στην ανάπτυξη της αδαμαντίνης των δοντιών, πιθανόν να σημαίνουν υψηλά επίπεδα άγχους και έντασης κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Για παράδειγμα, μικροσκοπικές δομές στα δόντια, που ονομάζονται γραμμές Retzius μπορούν να παρέχουν αναλυτικό ιστορικό μικρών περιόδων άγχους. Παρόμοια, οι μεγάλες περιόδοι άγχους, έχουν ως απότοκο συμπεράσματα που απορρέουν από τα λεπτότερα στρώματα αδαμαντίνης, τα οποία καλούνται ως υποπλασία.
Αξιοσημείωτο πλεονέκτημα της εποχής μας είναι η μελέτη του DNA, που επιτρέπει την αναλυτικότερη και ακριβέστερη πρόσβαση σε ένα μεγάλο φάσμα των δεδομένων των ευρημάτων. Έτσι, η Βιοαρχαιολογία, αναμένεται να αναπτυχθεί και να συντείνει ακόμα περισσότερο στη κατανόηση της ιστορίας.
Βιβλιογραφία
Clark Spencer Larsen, Bioarchaeology: The Lives and Lifestyles of Past People. Journal of Archaeological Research, Vol. 10, No. 2, June 2002
Kelly J. Knudson, Christopher M. Stojanowski, New Directions in Bioarchaeology: Recent Contributions to the Study of Human Social Identities. Journal of Archaeological Research., Volume 16, Issue 4, pp 397-432, April 2008
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στο χώρο ανέγερσης του νέου κτιρίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου-Παράδειγμα ένταξης και ανάδειξης αρχαιολογικού χώρου στον σύγχρονο αστικό ιστό
Μαρία Χατζηγαβριήλ (ΙΣΑ 1ο έτος)
Σημαντικός για την ιστορία της Λευκωσίας αρχαιολογικός χώρος, ανακαλύφθηκε τον Αύγουστο του 2004 κατά την διάρκεια εργασιών στο χώρο ανέγερσης του καινούριου κτιρίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου. Συγκεκριμένα ο χώρος βρίσκεται μεταξύ του αρχοντικού «Πούλια» και του καινούριου κτιρίου του Δικαστηρίου στην εντός των τειχών πόλη. (εικ. 1,2)
Περιλαμβάνει το μεσαιωνικό γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που ιδρύθηκε το 1244 μ.Χ. από την Αlice de Μontbeliard και ανήκε στο Λατινικό μοναστικό Τάγμα των Κιστερκιανών, καθώς και μια ενεπίγραφη ταφική πλάκα, η οποία μας βοηθά να αποκαταστήσουμε το ιστορικό περίγραμμα των αρχιτεκτονικών λειψάνων. Επίσης, περιλαμβάνει μια γυναικεία εγχάρακτη μορφή που πλαισιώνεται από επιγραφή, η οποία αναφέρεται στην Plaisance de Giblet, ηγουμένη του γυναικείου μοναστηριού (εικ. 6). Στις γραπτές πηγές γίνεται αναφορά στην ημερομηνία του θανάτου της, αλλά και στην Αlice de Μontbeliard, σύζυγο του Φιλίππου των Ιβελίνων, ο οποίος ήταν αντιβασιλέας του Βασιλείου της Κύπρου μετά το θάνατο του Βασιλιά Ούγου του Α΄. Ίδρυσε το μοναστήρι για την κόρη της Μαρίας των Ιβελίνων, η οποία υπήρξε και η πρώτη του ηγουμένη.
Η Κύπρος στα χρόνια της Φραγκοκρατίας αποτέλεσε γέφυρα συνάντησης του δυτικού πολιτισμού με τη βυζαντινή παράδοση. Έτσι στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της περιόδου κυριαρχούσαν τρεις βασικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που εξέφραζαν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων: ο βυζαντινός, ο γοτθικός και ο φραγκοβυζαντινός κυπριακός ρυθμός ο οποίος ήταν αποτέλεσμα του δεσίματος του βυζαντινού και του γοτθικού ρυθμού. Όμως δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του συγκεκριμένου μοναστηριού. Το μοναστήρι καταστράφηκε το 1567, όταν οι Ενετοί προχώρησαν στο σχεδιασμό των καινούριων τειχών της Λευκωσίας.
(εικ.3)Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως μόνο ένα μικρό μέρος του κτιριακού συμπλέγματος του μοναστηριού. Έχει αποκαλυφθεί μια εσωτερική αυλή ορθογώνιας κάτοψης 22x18 μέτρων, όπως επίσης και οι στοές που την περιέβαλαν. Εφαπτόμενο στον ανατολικό τοίχο της αυλής εντοπίστηκε το κτίσμα της κυκλικής κρήνης και ο πήλινος αγωγός για τη διοχέτευση του νερού. Παράλληλα, η ανασκαφή στο μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου έχει αποκαλύψει μέρος των νότιων δωματίων που επικοινωνούσαν με την αντίστοιχη στοά. Παρόλο που η λειτουργία του δεν έχει εξακριβωθεί, τα ευρήματα (κλίβανοι, άψητος πηλός) παραπέμπουν σε εργαστηριακή χρήση. Το μεσαιωνικό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου ήταν κατασκευασμένο από πηλό και λίθους. Η χρήση του ήταν καθαρά για θρησκευτικούς σκοπούς, στοιχείο που παραπέμπει στο θρησκευτικό χαρακτήρα της Κύπρου εκείνη την εποχή. (εικ. 4,5)
Η ενσωμάτωση του αρχαιολογικού χώρου στο νέο κτίριο συμβολίζει τη συνέχιση της ιστορίας της παλιάς και της νέας πόλης της Λευκωσίας, αφού η θέση του κτιρίου βρίσκεται στο όριο της εντός των τειχών και της εκτός αυτών πόλης. Ο τρόπος αποκατάστασης του αρχαιολογικού χώρου, παρά το περιορισμένο του μέγεθος, αποδεικνύει το σεβασμό που επιδείχθηκε στην ιστορική και αρχαιολογική του αξία. Αποτελεί μέρος ενός συνόλου μνημείων που έχουν μεγάλη πολιτιστική σημασία για την πόλη της Λευκωσίας. Είναι ενσωματωμένος αισθητικά και λειτουργικά μέσα στο συνολικό περιβάλλον του νέου κτιρίου. Η ενσωμάτωση αφορά τόσο στα υλικά κατασκευής του σκέπαστρου για την προστασία και ανάδειξη των αρχαίων, όσο και στον τρόπο πρόσβασης και θέασης του αρχαιολογικού χώρου. Η χρήση σκέπαστρου μεταλλικής κατασκευής με υαλοπίνακες για την κάλυψη των αρχαιολογικών ευρημάτων που βρίσκονται δίπλα από το νέο κτίριο κρίθηκε σκόπιμη για τη θέαση των αρχαίων και σχετίζεται με τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης μιας άμεσης οπτικής σχέσης με αυτά. Τα αρχαιολογικά ευρήματα αναδεικνύονται χάρη στο φυσικό φως, το οποίο μεταβάλλεται διαρκώς κατά τη διάρκεια της ημέρας σε συνδυασμό με τη διαφάνεια που προσδίδει το γυαλί. Ακόμα, το γυαλί είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να αντέχει στις κλιματολογικές αλλαγές και να προστατεύει τα ευρήματα από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Επιπρόσθετα, ο ξύλινος διάδρομος που διαπερνά το χώρο εξασφαλίζει την άμεση θέαση των ευρημάτων, αποτελώντας ταυτόχρονα πρόσβαση στο πίσω μέρος του κτιρίου. Όλα αυτά χωρίς να έρχονται σε αντιπαράθεση με το νέο κτίριο. Αντίθετα, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του και φαίνονται πλήρως ενσωματωμένα σε αυτό. Όμως παρόλο που η εκτεταμένη χρήση του γυαλιού επιτρέπει τη θέαση του αρχαιολογικού χώρου από όλες σχεδόν τις πλευρές του, η έλλειψη ενημερωτικής πινακίδας στο συγκεκριμένο χώρο που να παρέχει τις σχετικές πληροφορίες, κάνει πολλούς επισκέπτες να αγνοούν την ύπαρξη του και ο χώρος περνά απαρατήρητος. Η αφίσα με τις πληροφορίες για τον αρχαιολογικό χώρο που τοποθετήθηκε στη γέφυρα που συνδέει το Δικαστήριο με το αρχοντικό «Πούλια» δεν συμβάλλει προς το σκοπό αυτό. Επίσης, η έλλειψη νυχτερινού φωτισμού είναι ακόμα ένα αρνητικό στοιχείο που θα μπορούσε να συμβάλει στην προσπάθεια ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η προσπάθεια ένταξης ενός αρχαιολογικού χώρου, μάρτυρα άλλων εποχών της Λευκωσίας σε μια αρχιτεκτονική σύνθεση με σύγχρονα υλικά και τρόπους κατασκευής ήταν μια πρόκληση για τον αρχιτέκτονα που προσπάθησε να μην συνθλίψει τον αρχαιολογικό χώρο και να μην τον εξαφανίσει ανάμεσα στον όγκο και την κλίμακα του αρχοντικού «Πούλια» και του νέου κτιρίου του Δικαστηρίου. Το μεγάλο σύνολο που δημιουργήθηκε περιλαμβάνοντας τον αρχαιολογικό χώρο, σε μια περιοχή της Λευκωσίας που κινδύνευε από αισθητική και λειτουργική υποβάθμιση λόγω της γειτνίασης με την «Πράσινη Γραμμή», έχει ενταχθεί αρμονικά στον ιστό της πόλης αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα την περιοχή.
Γενικότερα οι βασικοί στόχοι κατά την αξιοποίηση ενός μνημείου σε μια σύγχρονη πόλη είναι η προστασία της υλικής του υπόστασης με παράλληλη διαφύλαξη της ιστορικής και συλλογικής μνήμης, η λειτουργία του σαν δημόσιος χώρος, η ένταξη του στην καθημερινή ζωή των κατοίκων και η σύνδεση του με το περιβάλλον. Είναι σημαντικό να προστατεύονται όχι μόνο τα ίδια τα μνημεία, αλλά και το περιβάλλον τους και ιδιαίτερα τα στοιχεία του φυσικού τοπίου που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση χωροθέτησης του μνημείου στη συγκεκριμένη περιοχή.
Παρόλο που κάθε μνημείο είναι διαφορετικό και πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά, υπάρχουν κάποιες γενικές αρχές πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων για την ενεργοποίηση του χώρου ώστε να επιτευχθεί η οργανική του επαφή με τον κάτοικο ή επισκέπτη της πόλης. Αρχικά η δημιουργία αρχαιολογικών πάρκων και τόπων αρχαιολογικής και ιστορικής αξίας, η δημιουργία αρχαιολογικών διαδρομών και περιπάτων και η δημιουργία διόδων μέσα από τα μνημεία ώστε να αποτελέσουν διαδρομές της πόλης και να εντάξουν τους αρχαιολογικούς χώρους στην καθημερινότητα. Επίσης ο σχεδιασμός του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων πρέπει να αποτελεί δημόσιο χώρο για να επιτρέπει την ευκολότερη πρόσβαση και επαφή και να προσελκύει τους κατοίκους, δίνοντας τρόπους οικειοποίησης με συγκεκριμένες λειτουργίες. Ακόμη συστήνεται η επανάχρηση των μνημειακών χώρων με λειτουργίες παρόμοιες της αρχικής ή νέες ανάλογα με το είδος του μνημείου καθώς και η διοργάνωση εκδηλώσεων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων μέσα σε αυτούς.
Όμως η ανάδειξη μνημείων αντιμετωπίζει συχνά προβλήματα. Καταρχήν η διατήρηση των μνημείων χρειάζεται χώρο. Οι αρχαιολογικοί χώροι «κοστίζουν» σε γη με αποτέλεσμα μερικές φορές να είναι εξαιρετικά δυσχερής η διατήρηση και ανάδειξή τους και όταν πρόκειται για ερείπια τότε περιορίζεται η δυναμική τους στη σημερινή αποσπασματική τους μορφή με αποτέλεσμα να τους αφαιρείται η σημασία και ο διαχρονικός χαρακτήρας τους.
Ένα σημαντικό παράδειγμα ένταξης μνημείων στο σύγχρονο ιστό της πόλης είναι το νέο Μουσείο Ακρόπολης στην Αθήνα. Η ένταξη του αρχαιολογικού χώρου στο χώρο του νέου μουσείου αλλά και στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον αποτελεί μια πρωτοποριακή πρόταση ενσωμάτωσης της τοπικής ανασκαφής στο Μουσείο ώστε να αναδειχθούν τα αρχαιολογικά ευρήματα σαν ένα μουσειακό έκθεμα. Τα απλά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στο εσωτερικό, μάρμαρο, γυαλί και τσιμέντο δημιουργώντας το διαφανές δάπεδο, παρέχουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να βλέπει ταυτόχρονα τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο και την τοπική ανασκαφή. Το ίδιο γίνεται με τη χρήση του φυσικού φωτός διαμέσου των μεγάλων γυάλινων επιφανειών που τοποθετούν το μουσείο σε άμεση οπτική επαφή με την ευρύτερη αρχαιολογική ζώνη. Σημείο αμφιλεγόμενο είναι το θέμα της οικοδόμησης πάνω σε ανασκαφές και η κατασκευή του μουσείου πάνω στον αρχαιολογικό χώρο, μεταξύ του βράχου της Ακρόπολης και του σύγχρονου αστικού ιστού. Όμως, η συνολικά 2500 τμ. ανασκαφή που συνεχίζεται κάτω από το Μουσείο, με τους δρόμους και τις δεξαμενές, καθώς και οι 92 κολόνες που θεμελιώθηκαν προσεκτικά μέσα σε αυτήν και στηρίζουν το κτίριο, δημιουργούν την αίσθηση ανοιχτού περιβάλλοντος, αφού τα περισσότερα εκθέματα ήταν στημένα στην αρχαιότητα στο ύπαιθρο δημιουργώντας ένα μοναδικό συνδυασμό αρχαιολογικού χώρου και μουσείου.
Εικόνα 1
Εικόνα 2
Εικόνα 3
Εικόνα 4
Εικόνα 5
Με παράδειγμα το νέο μουσείο της Ακρόπολης ένας εναλλακτικός τρόπος ανάδειξης των ευρημάτων στο νέο κτίριο του Δικαστηρίου θα ήταν με τη δημιουργία κελύφους μεταλλικής κατασκευής με υαλοπίνακες που θα κάλυπτε τις αρχαιότητες και με τη γέφυρα που ενώνει τα δύο κτίρια να περνά από πάνω, εξισορροπώντας τους όγκους των δύο κτιρίων. Με τη δημιουργία γυάλινου δαπέδου στη γέφυρα, θα ήταν δυνατή η άμεση θέαση των αρχαιοτήτων, ενώ το φυσικό φως αλλά και η χρήση κατάλληλου τεχνητού φωτισμού θα προκαλούσε την προσοχή του επισκέπτη και ο χώρος δεν θα περνούσε απαρατήρητος.
Συνοψίζοντας, η συντήρηση και η αποκατάσταση του ιστορικού μνημείου καθώς και η χωροθέτηση του μέσα στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον δηλώνουν το σεβασμό που επιδείχθηκε στην ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής και της πόλης της Λευκωσίας. Ίσως όμως λόγω και του μικρού του μεγέθους αλλά και λόγω των αδυναμιών που προαναφέρθηκαν, ο χώρος δεν προβάλλεται ικανοποιητικά μέσα στο συνολικό περιβάλλον του κτιρίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι αρχαιολογικοί χώροι θεωρούνται ως ενεργοί τόποι της πόλης όχι μόνο για επίσκεψη αλλά ως ζωντανοί χώροι αναφοράς στη συλλογική μνήμη των κατοίκων και στην καθημερινή τους ζωή. Ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, πρέπει να στοχεύει και τελικά να επιτυγχάνει τη διατήρηση και ανάδειξη της αυθεντικότητας του μνημείου στις υλικές, μορφολογικές και πολιτισμικές του διαστάσεις.
Εικόνα 6